- καταψύξει
- κατάψυξιςcoolingfem nom/voc/acc dual (attic epic)καταψύξεϊ , κατάψυξιςcoolingfem dat sg (epic)κατάψυξιςcoolingfem dat sg (attic ionic)καταψύ̱ξει , καταψύχωcoolaor subj act 3rd sg (epic)καταψύ̱ξει , καταψύχωcoolfut ind mid 2nd sgκαταψύ̱ξει , καταψύχωcoolfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.